- χιονόβροχο
- το, Ν(μετεωρ.) κατακρημνίσματα βροχής και χιονιού ταυτόχρονα ή χιονιού που λειώνει καθώς πέφτει, αλλ. χιονόνερο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + βροχή (πρβλ. ανεμό-βροχο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιονόβροχο — το χιόνι και βροχή συνάμα, χιονόνερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
χιονοβροχή — η, Ν χιόνι και βροχή συγχρόνως, χιονόβροχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + βροχή. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χιονόνερο — το, Ν (μετεωρ.) ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα αποτελούμενο από χιόνι και βροχή συγχρόνως ή από χιόνι το οποίο έχει εν μέρει τακεί, αλλ. χιονόβροχο ή χιονόλυτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + νερό] … Dictionary of Greek
χιονόνερο — το χιονόβροχο, χιόνι και βροχή συνάμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)